- προσέβαλε
- προσβάλλωstrikeaor ind act 3rd sgπροσέβᾱλε , προσβάλλωstrikeaor ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… … Dictionary of Greek
δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… … Dictionary of Greek
παραγδικιώνω — τιμωρώ πολύ σκληρά κάποιον που με προσέβαλε ή μέ αδίκησε, εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γδικιώνω «εκδικούμαι»] … Dictionary of Greek
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek
Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… … Dictionary of Greek
Ζήνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ζ. ο Ελεάτης. Βλ. λ. Ζήνων ο Ελεάτης. 2. Ζ. ο Κιτιεύς. Βλ. λ. Ζήνων ο Κιτιεύς. 3. Ζ. ο Σιδώνιος (Σιδώνα Φοινίκης 154 π.Χ. ;). Επικούρειος φιλόσοφος. Διαδέχτηκε τον Απολλόδωρο στη διεύθυνση της… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Καμίλλη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ηρωίδα και βασίλισσα των Ουόλσκων. Βοήθησε τον Τύρνο ως επικεφαλής του ιππικού του στον αγώνα εναντίον του Αινεία. Τραυματίστηκε θανάσιμα όταν όρμησε να σκοτώσει τον ιερέα της Κυβέλης, αλλά τον θάνατό της εκδικήθηκε η… … Dictionary of Greek
Πανουργιάς — I Όνομα οικογένειας αγωνιστών του 1821, σπουδαιότερα μέλη της οποίας είναι: 1. Δημήτριος (1759 – 1834). Αρματολός στην περιοχή Σαλώνων (Άμφισσας) από νεαρή ηλικία, έζησε από το 1817 ως το 1820 στα Ιωάννινα με την επιτήρηση του Αλή πασά. Το 1820… … Dictionary of Greek
Περδίκκας — I (περίπου 365 π.Χ. – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Από ηγεμονική οικογένεια, τέθηκε στην υπηρεσία του βασιλιά Φίλιππου B΄ και κατόπιν του Αλέξανδρου, ο οποίος του εμπιστεύτηκε τη διοίκηση μιας φάλαγγας. Το 335 τραυματίστηκε σοβαρά κατά την… … Dictionary of Greek